μέγιστε

μέγιστε
μέγας
big
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κύδιστος — κύδιστος, ίοτη, ον (Α) (υπερθ. τού κυδρός) 1. πολύ φημισμένος, ενδοξότατος («Ζεῡ κύδιστε μέγιστε», Ομ. Ιλ.) 2. (για πράγματα) μέγιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος υπερθ. τού επιθ. κυδρός (σχηματισμένος από το θ. της λ. κῦδος) + κατάλ. ιστος (πρβλ. αἴσχ… …   Dictionary of Greek

  • τελεσσίφρων — και τελεσίφρων, ονος, ό, ἡ, Α 1. (ιδίως για την θεά Εκδίκηση) αυτός που πραγματοποιεί τα σχέδιά του, που εκπληρώνει τις προθέσεις του 2. πιθ. (για τη θεά Μνήμη) αυτός που τελειοποιεί τις πνευματικές δυνάμεις τού ανθρώπου («Μνήμης τελεσίφρονος υἱὲ …   Dictionary of Greek

  • μέγισθ' — μέγιστα , μέγας big neut nom/voc/acc pl μέγιστε , μέγας big masc voc sg μέγισται , μέγας big fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέγιστ' — μέγιστα , μέγας big neut nom/voc/acc pl μέγιστε , μέγας big masc voc sg μέγισται , μέγας big fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”